- μαθητιώ
- (α) αμετ. учиться, быть учеником;
η μαθητιώσα νεολαία — учащаяся молодёжь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η μαθητιώσα νεολαία — учащаяся молодёжь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαθητιώ — (AM μαθητιῶ, άω) έχω έφεση για μάθηση νεοελλ. μσν. είμαι μαθητής, μαθητεύω («η μαθητιώσα νεολαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαθητής + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μαθητιῶ — μαθητιάω wish to become a disciple pres imperat mp 2nd sg μαθητιάω wish to become a disciple pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μαθητιάω wish to become a disciple pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μαθητιάω wish to become a disciple… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek